προσόντα

προσόντα
πρόσειμι 1
sum
pres part act masc acc sg
πρόσειμι 1
sum
pres part act neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσόνθ' — προσόντα , πρόσειμι 1 sum pres part act masc acc sg προσόντα , πρόσειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl προσόντι , πρόσειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg προσόντε , πρόσειμι 1 sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόντ' — προσόντα , πρόσειμι 1 sum pres part act masc acc sg προσόντα , πρόσειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl προσόντι , πρόσειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg προσόντε , πρόσειμι 1 sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • μονόφθαλμος — η, ο (ΑΜ μονόφθαλμος, ον, ιων. μουνόφθαλμος) 1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι, όπως οι Κύκλωπες («οι Κύκλωπες ήταν μονόφθαλμοι») 2. αυτός που βλέπει με το ένα μόνο μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι («καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῑν εἰς τὴν… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • φόντο — το, Ν άκλ. 1. το βάθος οποιουδήποτε πράγματος 2. (ιδίως) το βάθος, ο ορίζοντας ενός ζωγραφικού πίνακα 3. στον πληθ. τα φόντα μτφ. α) ηθικό ή πνευματικό κεφάλαιο, προσόντα («δεν έχει τα φόντα για να πετύχει σε αυτήν τη δουλειά» δεν διαθέτει το… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Συρακουσών (Θέρμες 361 – Συρακούσες 289 π.Χ.). Γιος αγγειοπλάστη, φυγάδας από το Ρήγιο, έγινε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της δημοκρατικής παράταξης στις Συρακούσες, τόσο για τα ρητορικά όσο και για τα… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος Ε’ — (Γεώργιος Αγγελόπουλος, Δημητσάνα, Αρκαδία 1746 – Κωνσταντινούπολη 1821). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γ., μολονότι καταγόταν από φτωχή οικογένεια, κατάφερε να σπουδάσει, αρχικά στο σχολείο της πατρίδας του και αργότερα στις σχολές της Αθήνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”